ἀμνῶν

ἀμνῶν
ἀμνή
ewe-lamb
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Θάμαρ — I Πόλη της Ιουδαίας. Αναφέρεται από τον γεωγράφο Πτολεμαίο ως Θαμάρ Θαμαρώ. Η τοποθεσία της παραμένει άγνωστη. II Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Χαναναία. Παντρεύτηκε τον Hρ, πρωτότοκο γιο του Ιούδα και εγγονό του Ιακώβ. Όταν πέθανε ο Hρ χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • Библейские денежные единицы — «Изгнание торгующих из храма». Николай Хабершрак, середина XV века Библейские денежные единицы  ближневосточные, древнегреческие, древнеримские и другие …   Википедия

  • PECORIS usus quadruplex — iuxta Tullium Tusculan. l. 1. Videmus, ait, multitudinem pecudam, partim ad vescendum, partim ad cultus agrorum, partim ad vehendum, partim ad corpora vestienda. Ad vestendum utiles olim erant mundae omnes, ex Lege, i. e. quotquot ruminant… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σάββατο — Έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας, αφιερωμένη στον Κύριο. Η αρχαιότερη βιβλική νομοθεσία καθόριζε την ημέρα αυτή για πλήρη ανάπαυση, συνδέοντας την με την «ανάπαυση» του θεού κατά την έβδομη ημέρα της δημιουργίας (Γένεσις β’, Ικ.ε.), καθώς και… …   Dictionary of Greek

  • Άβελ — Βιβλικό πρόσωπο. Ο δευτερότοκος γιος του Αδάμ. Κατά την Αγία Γραφή (Γένεσις Δ’ 2 κ.ε.), τον σκότωσε o μεγαλύτερος αδελφός του Κάιν από φθόνο για την εύνοια που του είχε δείξει ο Θεός. Η μορφή του Ά. και η εκ μέρους του θυσία αμνών, που συχνά… …   Dictionary of Greek

  • Αβεσαλώμ — (= Πατέρας ειρήνης).Βιβλικό πρόσωπο.Τριτότοκος γιος του Δαβίδ από τη Μααχά, κόρη του βασιλιά της Γεσίφ Θολμί. Ο Α. γεννήθηκε στη Χεβρώνα και ήταν γνωστός στο βασίλειο των Ισραηλιτών για τη σπάνια ομορφιά του. Σκότωσε τον Αμνών, τον μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιωναδάβ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Ανιψιός του βασιλιά Δαβίδ, ο οποίος ξεχώριζε για τη σοφία του. Θεωρείται όμως και ηθικός αυτουργός παράνομης πράξης, γιατί με τις συμβουλές του ο εξάδελφός του, Αμνών, υπήρξε δράστης αιμομιξίας με την αδελφή του, Θαμάρ …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Μάικλ — (Michael Mann, Σικάγο 1943 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν και παρακολούθησε μαθήματα στο London International Film School. To 1965 άρχισε την καριέρα του με τηλεοπτικές… …   Dictionary of Greek

  • Ντεμ, Τζόναθαν — (Jonathan Demme, Νέα Υόρκη 1944 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σπούδασε χημικός στο πανεπιστήμιο της Φλόριντα, ποτέ όμως δεν εξάσκησε το επάγγελμα αυτό γιατί μπήκε στους συνεργάτες κειμενογράφους του τότε πολύ διάσημου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”